- ξηραμπέλινος
- ξηραμπέλινος, -ίνη, -ον (Α)αυτός που έχει το χρώμα τών αποξηραμένων φύλλων τής αμπέλου, κόκκινος, ερυθρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + ἀμπέλινος (πρβλ. ωμ-αμπέλινος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξηραμπέλινοι — ξηραμπέλινος of the colour of withered vine leaves masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηραμπελίνας — ξηραμπελίνᾱς , ξηραμπέλινος of the colour of withered vine leaves fem acc pl ξηραμπελίνᾱς , ξηραμπέλινος of the colour of withered vine leaves fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
XERAMPELINUS — Graece ξηραμπέλινος, coloris nomen, apud veterem Scholiastem Iuvenalis, ubi eum, inter coccinum et muricem fuisse, scribit; alii atrum faciunt, eo quod Suidas Atrebaticis vestibus illum tribuit, quas ab atro colore dictas censent perperam. Sed ex … Hofmann J. Lexicon universale
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek